λατρεύματα

λατρεύματα
λάτρευμα
service for hire
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λατρεύματ' — λατρεύματα , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc pl λατρεύματι , λάτρευμα service for hire neut dat sg λατρεύματε , λάτρευμα service for hire neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάτρευμα — λάτρευμα, τὸ (Α) [λατρεύω] 1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.) β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῑν», Ευρ.) 2. θεράπων, υπηρέτης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”